- μαντραγούρα
- μαντραγούρα, ἡ (Μ)βλ. μανδραγόρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανδραγόρα — και μανδραγούρα και μαντραγούρα, ἡ (Μ) 1. το φυτό μανδραγόρας 2. (σκωπτικώς) γυναίκα μάγισσα («συνήχθησαν... αἱ μανδραγοῡραι μάλιστα καὶ πρωτοκουρκουσοῡραι», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μανδραγόρας*, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek